ῥαιβόκρανος

ῥαιβόκρανος
ῥαιβό-κρᾱνος, ον,
A with crooked head,

κορύνα AP6.35

(Leon.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… …   Dictionary of Greek

  • ῥαιβόκρανος — ῥαιβόκρᾱνος , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιβόκρανον — ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem acc sg ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”